- λαλεῖς
- λαλέωtalkpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
бесѣдовати — БЕСѢД|ОВАТИ (360), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Беседовать, разговаривать, общаться: Ѥгда съ ст҃ыими бесѣдɤѥши. въпрашѩи ихъ о дɤховьнѣмь. ѥгда ли не съ тацѣми. то ты самъ дховьнѣ бесѣдоуи. (ὅταν... λαλεῖς) Изб 1076, 72; ѥгда же ли пакы кого слышааше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κεντρώνω — (Α κεντρῶ όω, Μ κεντρώνω) [κέντρον] 1. (για έντομα κ.λπ.) τσιμπώ ή τρυπώ με κεντρί, κεντρίζω, αγκυλώνω («αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς» παροιμ. για όσους ενεργούν κρυφά) νεοελλ. 1. (σχετικά με δέντρα) μπολιάζω, βάζω κεντράδι 2.… … Dictionary of Greek
κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
κεντρώνω — κέντρωσα, κεντρώθηκα, κεντρωμένος 1. κεντρίζω, τρυπώ με το κεντρί: Αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς (παροιμ.). 2. μπολιάζω: Κεντρώνει ταδέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)